βρεφύλλιον

βρεφύλλιον
βρέφος
babe in the womb
neut nom/voc/acc sg
βρεφύλλιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βρεφύλλιον — βρεφύλλιον, το (AM) [βρέφος] βρέφος, μωρουδάκι …   Dictionary of Greek

  • -ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • βρεφυλλίοιν — βρέφος babe in the womb neut gen/dat dual βρεφύλλιον neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίοις — βρέφος babe in the womb neut dat pl βρεφύλλιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίου — βρέφος babe in the womb neut gen sg βρεφύλλιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίων — βρέφος babe in the womb neut gen pl βρεφύλλιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίῳ — βρέφος babe in the womb neut dat sg βρεφύλλιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφύλλια — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc pl βρεφύλλιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”